- αγγειοσπασμός
- ο ангиоспазм
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αγγειόσπασμος — Τοπική αγγειοσυστολή. Ο α. των περιφερικών αρτηριών των χεριών συνδέεται με πρωτοπαθείς νόσους των αγγείων και κυρίως αρτηριοσκλήρωση. Α. των αρτηριών μπορεί να εμφανιστεί και σε τελείως υγιή άτομα. Η κλινική εικόνα της νόσου και του φαινομένου… … Dictionary of Greek